Відділяти στα ελληνικά

Μετάφραση: відділяти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωρίζω, χωριστός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Відділяти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відділок στα ελληνικά - δέμα, εκκαθάριση, σταθμός, περιοχή, μαχαλάς, περιφέρεια, ξέφωτο, ...
  • віддільний στα ελληνικά - διαχωριζόμενα, να διαχωριστούν, διαχωρίσιμο, διαχωρίσιμα, διαχωρισθούν
  • відділіться στα ελληνικά - αποκολλώ, ξεχωριστός, χωριστός, Ξεχωριστή, Ξεχωριστό, Χωριστή
  • віденець στα ελληνικά - Βιεννέζος, βιενέζικο, βιεννέζικο, βιεννέζικη, βιενέζικη
Τυχαίες λέξεις
Відділяти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωρίζω, χωριστός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή