Λέξη: προσωπικά

Σχετικές λέξεις: προσωπικά

προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά δεδομένα ορισμός, προσωπικά ρήματα, προσωπικά δήμου, προσωπικά δεδομένα, προσωπικά στίχοι

Συνώνυμα: προσωπικά

προσωπικώς

Μεταφράσεις: προσωπικά

προσωπικά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
personally, in person, personal, person, private

προσωπικά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
personalmente, personal, personalmente a, persona

προσωπικά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
persönlich, selbst, persönliche, persönlichen, persönlich zu

προσωπικά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
personnellement, personne, personnel, personnelle

προσωπικά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
personalmente, personali, persona, personale, di persona

προσωπικά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pessoalmente, pessoal

προσωπικά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
persoonlijk, persoonsgegevens, die persoonlijk, persoonlijke, zien die persoonlijk

προσωπικά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лично, персонально, отлично, сам

προσωπικά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
personlig, personlige, selv, inn personlig, personlige og

προσωπικά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
personligen, personligt, själv, personlig, personliga

προσωπικά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itse, omakohtaisesti, henkilökohtaisesti

προσωπικά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
personligt, personlig, personlige, selv

προσωπικά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osobně, osobní, vaše osobní, vaše

προσωπικά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osobiście, osobistego, osobiste, personalnie

προσωπικά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
személyesen, személy, személyes, személy szerint, személyesen is

προσωπικά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şahsen, kişisel, bizzat, kişisel olarak

προσωπικά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
особисто, персонально, сам

προσωπικά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
personalisht, personalisht të, personale, personalisht e, vetë

προσωπικά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лично, лична, лично да, персонално

προσωπικά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асабіста

προσωπικά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
isiklikult, personaalselt, ise

προσωπικά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sam, osobno, osobnim, lično, je osobno, osobne, se osobno

προσωπικά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
persónulega, sjálfur, persónulegra, persónulega að

προσωπικά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asmeniškai, pats

προσωπικά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
personiski, personīgi, esat

προσωπικά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лично, лично се, лична, лично да

προσωπικά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
personal, personale, personală

προσωπικά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osebno, osebne

προσωπικά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osobne

Στατιστικά δημοτικότητας: προσωπικά

Τυχαίες λέξεις