Відплачувати στα ελληνικά
Μετάφραση: відплачувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεκδίκηση, αντίποινα, ανταπόδοση, αποπληρωμή, απόδοση, απόδοσης, αποδόσεων, απόδοσις, αποδόσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відпирати στα ελληνικά - vidpyraty
- відплата στα ελληνικά - πληρωμή, πληρώνω, τιμωρία, ανταπόδοση, αντίποινα, τιμωρίας, ανταπόδοσης
- відплив στα ελληνικά - παύση, άμπωτη, υποχωρώ, άμπωτης, ebb, ύφεση, άμπωτις
- відплисти στα ελληνικά - πλέω, πανί, ιστίο, ιστίου, πανιά, πανιού
Τυχαίες λέξεις
Відплачувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεκδίκηση, αντίποινα, ανταπόδοση, αποπληρωμή, απόδοση, απόδοσης, αποδόσεων, απόδοσις, αποδόσεως
Μεταφράσεις: αντεκδίκηση, αντίποινα, ανταπόδοση, αποπληρωμή, απόδοση, απόδοσης, αποδόσεων, απόδοσις, αποδόσεως