Αποπληρωμή στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποπληρωμή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віддавати, відшкодовувати, відплачувати, повертати, погашення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποπληρωμή
αποπληρωμή δανείου οεκ, αποπληρωμή ε.φ.κ πετρελαίου 2013 (α ́δοση), αποπληρωμή λαεκ 2012, αποπληρωμή δανείου, αποπληρωμή δανείων μέχρι 60 χρόνια, αποπληρωμή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποπληρωμή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποπληκτικός στα ουκρανικά - апоплексичний, задушливий, душний, задушливе, задушливого, паркий
- αποπληξία στα ουκρανικά - апоплексія, хід, перебіг, процес, хода
- αποπνέων στα ουκρανικά - відновити, apopneon
- αποπνικτικός στα ουκρανικά - нецікавий, нудний, чванливий, занудливий, спертий, спекотний, пекучий, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποπληρωμή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: віддавати, відшкодовувати, відплачувати, повертати, погашення
Μεταφράσεις: віддавати, відшкодовувати, відплачувати, повертати, погашення