Відімкнений στα ελληνικά

Μετάφραση: відімкнений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυμνός, επεκτατικός, ανεμοδαρμένος, κλείσει, έκλεισε, κλείσουν, έκλεισαν, κλείσιμο
Відімкнений στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відьма στα ελληνικά - μάγισσα, μαγισσών, μάγισσας, μάγισσα που
  • відібрати στα ελληνικά - διαλέγω, επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, να επιλέξετε, επιλέξει
  • відімкніть στα ελληνικά - Αποσυνδέστε, Βγάλτε, Αποσυνδέστε το, Αποσυνδέετε, Αποσυνδέστε τον
  • відіслати στα ελληνικά - επισπεύδω, Αποστολή, Στείλτε, στείλετε, στείλει, να στείλετε
Τυχαίες λέξεις
Відімкнений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυμνός, επεκτατικός, ανεμοδαρμένος, κλείσει, έκλεισε, κλείσουν, έκλεισαν, κλείσιμο