Військовий στα ελληνικά

Μετάφραση: військовий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειρουργός, στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής
Військовий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • візувати στα ελληνικά - μάγγαινα, vise, μέγγενη, μέγκενη, μέγγενης
  • військо στα ελληνικά - στρατός, στρατό, στρατού, του στρατού, το στρατό
  • військово-політичний στα ελληνικά - στρατιωτικούς και πολιτικούς, στρατιωτικό και πολιτικό, στρατιωτική και πολιτική, στρατιωτικά και πολιτικά, στρατιωτικών και πολιτικών
  • військовополонений στα ελληνικά - δέσμιος, αιχμάλωτος, αιχμάλωτος πόλεμου, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμαλώτου πολέμου, αιχμάλωτο πολέμου, αιχμάλωτος πολέμου των
Τυχαίες λέξεις
Військовий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειρουργός, στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής