Вічний στα ελληνικά
Μετάφραση: вічний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδελεχής, παντοτινός, αιώνιος, αιώνια, αιώνιο, την αιώνια, αιώνιας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- віха στα ελληνικά - κούρνια, πάσσαλος, ορόσημο, αξιοθέατο, σημείο ενδιαφέροντος, σε σημείο ενδιαφέροντος
- вічко στα ελληνικά - μάτι, οφθαλμός, τρύπα, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
- вічно στα ελληνικά - για πάντα, πάντα
- вічність στα ελληνικά - αιωνιότητα, την αιωνιότητα, αιωνιότητας, αιώνια, στην αιωνιότητα
Τυχαίες λέξεις
Вічний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδελεχής, παντοτινός, αιώνιος, αιώνια, αιώνιο, την αιώνια, αιώνιας
Μεταφράσεις: ενδελεχής, παντοτινός, αιώνιος, αιώνια, αιώνιο, την αιώνια, αιώνιας