Λέξη: επιπρόσθετος

Σχετικές λέξεις: επιπρόσθετος

επιπρόσθετος συνώνυμα, επιπρόσθετος στα αγγλικά

Μεταφράσεις: επιπρόσθετος

επιπρόσθετος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
additional, an additional

επιπρόσθετος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adicional, extra, adicionales, adicional de, suplementario

επιπρόσθετος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachträglich, weitere, zusätzlich, zusätzliche, zusätzlichen, Zusatz

επιπρόσθετος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autre, additionnel, supplémentaire, additif, accessoire, surcroît, complémentaire, rajouter, supplémentaires, plus, additionnelle

επιπρόσθετος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aggiuntivo, addizionale, supplementare, ulteriori, ulteriore

επιπρόσθετος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suplementar, outro, diverso, diferente, restante, adicional, adicionais, obter, suplementares

επιπρόσθετος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meer, verder, extra, aanvullend, additioneel, supplementair, overig, ander, bijkomend, aanvullende, bijkomende

επιπρόσθετος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
придаточный, набавочный, дополнительный, подсобный, прибавочный, накладной, добавочный, Дополнительная, дополнительные, дополнительное, дополнительного

επιπρόσθετος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilleggs, ekstra, ytterligere, mer, flere

επιπρόσθετος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
extra, ytterligare, tilläggs, kompletterande, ytterligare en

επιπρόσθετος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muu, lisä, toinen, oheinen, lisä-, lisää, lisäksi, muita, ylimääräisiä

επιπρόσθετος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekstra, yderligere, supplerende

επιπρόσθετος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dodatkový, přídavkový, přídavný, dodatečný, doplňkový, další, doplňující, dodatečné, dodatečná

επιπρόσθετος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nadprogramowy, dodatni, dodatkowy, dodatkowe, dodatkowa, dodatkowego, dodatkową

επιπρόσθετος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
további, kiegészítő, egyéb, pótlólagos, járulékos

επιπρόσθετος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başka, diğer, ek, ilave, ek bir, ayrıntılı, olmayan ilave

επιπρόσθετος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додатковий, додаткове, додаткову, додаткова, додаткового

επιπρόσθετος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plotësues, shtesë, tjetër, plotësuese, shtese

επιπρόσθετος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
допълнителен, допълнителна, допълнително, допълнителни, допълнителната

επιπρόσθετος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дадатковы, дадатковая, дадатковую

επιπρόσθετος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uus, lisa-, täiendav, täiendavaid, täiendavad, täiendava

επιπρόσθετος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dodatni, dodatna, dodatnih, dodatno, dodatnu

επιπρόσθετος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðbótar, Viðbótarupplýsingar, Additional, frekari, Viðbótarupplýsingar um

επιπρόσθετος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
papildomas, papildoma, papildomos, papildomą, papildomų

επιπρόσθετος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
papildu, papildus, Papildinformācijas, vēl

επιπρόσθετος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дополнителни, дополнителен, дополнителна, дополнително, дополнителните

επιπρόσθετος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suplimentar, suplimentare, suplimentară, adițional, suplimentara

επιπρόσθετος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dodaten, daši, dodatna, dodatno, dodatni, dodatne, dodatnih

επιπρόσθετος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ďalšie, ďalší, iné, ďalšiu, ďalšej
Τυχαίες λέξεις