Гарчати στα ελληνικά

Μετάφραση: гарчати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γκρινιάρης, μαλώνω, γκρινιάζω, τζαναμπέτης, γρύλισμα, βρυχηθμός, βρυχηθμό, γρύλλισμα
Гарчати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гарцювання στα ελληνικά - caracole
  • гарчання στα ελληνικά - μουγκρίζω, γκρινιάζω, γρύλισμα, βρυχηθμός, βρυχηθμό, γρύλλισμα
  • гаряче στα ελληνικά - καυτό, καυτός, ζεστό, ζεστού, θερμό
  • гарячий στα ελληνικά - τροπικός, θερμικός, παθιασμένος, σφοδρός, μανιασμένος, πυρακτωμένος, βίαιος, ...
Τυχαίες λέξεις
Гарчати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γκρινιάρης, μαλώνω, γκρινιάζω, τζαναμπέτης, γρύλισμα, βρυχηθμός, βρυχηθμό, γρύλλισμα