Λέξη: αυτοκίνητος

Μεταφράσεις: αυτοκίνητος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
automotive, self-moving, intelligentzed automotive
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
semoviente
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Selbsttätiger, selbst, Eigen, zur Selbst
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
automobile, auto-, soi, autonomie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
semovente, semoventi, il semovente
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
automovente, automovimento
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zelf-, zichzelf, zelf, eigen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
автомобильный, самодвижущийся, самоходный, Самоходные, самодвижущиеся, как самодвижущиеся
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
self-, selv, egen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
själv, egen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itseliikkuva, itsenäisesti kulkevan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
selvstændig, selv, selvstændige, egen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
automobilový, samohybný, self-, vlastním, s vlastním, vlastní, samostatně výdělečně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
motoryzacyjny, samochodowy, Samobieżnych
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
magánjáró, önmozgó, Önjáró, önmagától mozog
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kendi kendine, kendini, kendinden, kendi kendini, kendine
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автомобільний, саморушний, самохідні, Візки, Візки для, самохідні що, Візки для перевезення піддонів
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetë-, vetë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
самостоятелно, самостоятелна, себе, себе си, самообслужване
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
самаходныя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iseliikuv, auto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
automobilski, self-, samostalno, sebe, sebi
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálf, Sjálfsafgreiðsla, sjálfstætt, Bílastæði, Sjálfsmat
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Savaeigė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
self-, Pašapkalpošanās virtuve, sevi, pašapkalpošanās, sevis
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
авто-, самостојно, самоуправа
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
auto-, sine, de sine
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
self-, samozaposlene, samozaposlena, samostojno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
automobilový, self
Τυχαίες λέξεις