Генерувати στα ελληνικά
Μετάφραση: генерувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεννώ, παράγω, γεννοβολώ, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει
Μεταφράσεις
- генератор στα ελληνικά - γεννήτρια, δημιουργό, Δημιουργός, γεννήτριας, της γεννήτριας
- генерація στα ελληνικά - γενιά, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
- генеруйте στα ελληνικά - γεννώ, παράγω, γεννοβολώ, Δημιουργία, Δημιουργήστε, παράγουν, παραγάγει, ...
- генетика στα ελληνικά - γενετική, γενετικής, τη γενετική, η γενετική, της γενετικής
Τυχαίες λέξεις
Генерувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεννώ, παράγω, γεννοβολώ, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει
Μεταφράσεις: γεννώ, παράγω, γεννοβολώ, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει