Λέξη: ευδιάκριτος

Σχετικές λέξεις: ευδιάκριτος

ευδιάκριτος συνώνυμο, ευδιάκριτοσ συνώνυμα

Συνώνυμα: ευδιάκριτος

σαφής, διαυγής, διαφανής, αίθριος, ξάστερος, ευκρινής, ξεχωριστός, καθαρόγραμμος, ευκολογνώριστος

Μεταφράσεις: ευδιάκριτος

ευδιάκριτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discernible, prominent, distinct, distinguishable, recognizable, audible

ευδιάκριτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prominente, eminente, distinguido, distinto, diferente, distinta, distintos, distintivo

ευδιάκριτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prominenter, auffallend, wahrnehmbar, markant, prominente, verschieden, deutlich, ausgeprägt, getrennt, klar

ευδιάκριτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
frappant, reconnaissable, notable, proéminent, éclatant, perceptible, remarquable, éminent, saillant, voyant, marquant, distinct, distincte, distinctes, distincts, nette

ευδιάκριτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
notevole, distinto, distinta, distinti, distinte, diverso

ευδιάκριτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
distinto, distinta, distintos, distintas, diferente

ευδιάκριτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitstekend, opvallend, onderscheiden, verschillend, duidelijk, uitgesproken, apart

ευδιάκριτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уважительный, известный, различимый, выдающийся, выпуклый, распознаваемый, торчащий, видимый, выступающий, видный, обостренный, заметный, рельефный, приметный, почтенный, отдельный, особый, отличие, различны, отличается

ευδιάκριτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fremstående, påfallende, distinkt, distinkte, tydelig, ideelt, flott

ευδιάκριτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
framträdande, påfallande, distinkt, distinkta, tydlig, skiljer, skiljer sig

ευδιάκριτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huomattava, silmiinpistävä, etevä, silmäänpistävä, selvä, erillinen, eri, erillistä, erillisiä

ευδιάκριτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
særskilt, tydelig, særskilte, distinkt, adskiller

ευδιάκριτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vynikající, vyčnívající, významný, význačný, vystupující, nápadný, rozeznatelný, zřetelný, odlišný, zřetelným, odlišné, skvělou základnou

ευδιάκριτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybitny, rozróżnialny, głośny, spostrzegalny, wydatny, poczesny, zauważalny, widoczny, wystający, wyraźny, odrębny, odmienny, wyrazisty, odrębne

ευδιάκριτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
látható, különböző, határozott, különálló, eltérő, elkülönült

ευδιάκριτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
farklı, ayrı, belirgin, ayrı bir, farklı bir

ευδιάκριτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випуклість, окремий, окрема, окреме

ευδιάκριτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dallueshëm, i veçantë, dallueshme, të dallueshme, dalluar

ευδιάκριτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отчетлив, отделен, различен, ясен, важно

ευδιάκριτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асобны, асобная, асобную, асобнае

ευδιάκριτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tajutav, eristatav, prominentne, esileküündiv, selge, eraldi, erinevad, erinevat, eraldiseisev

ευδιάκριτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izbočina, ispupčenje, neravnina, izrazit, jasan, poseban, razlikuje, različita

ευδιάκριτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
greinilegur, mismunandi, sérstakt, aðskilin, dregið

ευδιάκριτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atskiras, skiriasi, atskira, atskirta, skirtingai

ευδιάκριτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saskatāms, saredzams, uzkrītošs, atšķirīgs, atšķiras, atšķirīga, atšķirīgas, atšķirīgi

ευδιάκριτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
различни, посебна, посебен, посебни, различна

ευδιάκριτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frapant, distinct, distinctă, distincte, distincta, diferit

ευδιάκριτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razlikuje, ločena, razlikujejo, ločen, prepoznavna

ευδιάκριτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nápadný, prominentní, zreteľný, jasný, výrazný, čistý, jednoznačný
Τυχαίες λέξεις