Голий στα ελληνικά

Μετάφραση: голий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυμνός, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά
Голий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • голення στα ελληνικά - holennya
  • голець στα ελληνικά - ζαλίκι, φορτίζω, γεμίζω, είδος μικρού κυπρίνου, Λόουτς, Loach, φιδόψαρο, ...
  • голитися στα ελληνικά - ξυρίζομαι, ξύρισμα, ξυρίσετε, ξυρίσει, ξυρίζουν, ξυρίσουν
  • голка στα ελληνικά - ακανθώδης, δύσκολος, βελόνα, ευερέθιστος, βελόνας, βελόνης, βελόνη, ...
Τυχαίες λέξεις
Голий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυμνός, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά