Λέξη: ζηλεύω

Σχετικές λέξεις: ζηλεύω

ζηλεύω το μικρό σου το γατί, ζηλεύω στα αγγλικά, ζηλεύω αυτούς που σε βλέπουν κάθε μέρα, ζηλεύω πολύ στίχοι, ζηλεύω μαζωνάκης, ζηλεύω μαζωνάκης στίχοι, ζηλεύω το μικρό σου το γατί στίχοι, ζηλεύω πολύ, ζηλεύω 'κείνο το δέντρο, ζηλεύω πολύ αντύπας

Συνώνυμα: ζηλεύω

φθονώ, υπερασπίζομαι ζηλότυπα

Μεταφράσεις: ζηλεύω

ζηλεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
envy, be jealous, I envy, we envy, jealous

ζηλεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
envidiar, envidia, la envidia, envidias, de envidia

ζηλεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beneiden, neid, Neid, Neides, beneidet, der Neid

ζηλεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
envier, envient, jalousie, jalouser, envida, envie, envions, enviez, l'envie, d'envie

ζηλεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invidia, invidiare, l'invidia, dell'invidia, invidie

ζηλεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inveja, ambiente, invejar, a inveja, envy, da inveja

ζηλεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
benijden, nijd, wangunst, misgunnen, jaloezie, afgunst, jaloers, nijdigheid

ζηλεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завидовать, зависть, зависти, позавидовать, предметом зависти, завидуют

ζηλεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
misunne, misunnelse, misunnes, misunnes over alt, misunner

ζηλεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avund, avundas, avundsjuka, avundade, bli avundade

ζηλεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kadehtia, kateus, kateutta, kadehtivat, kateudesta, kateuden

ζηλεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
misunde, misundelse, misundt

ζηλεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
závist, závidět, závisti, nenávist, závidí

ζηλεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawiść, pozazdrościć, zazdroszczenie, żółtaczka, zazdrościć, zazdrość, obiektem zazdrości całej rzeszy

ζηλεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
irigység, az irigység, irigységet, irigységgel, irigységtől

ζηλεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kıskanmak, kıskançlık, gıpta, kıskandıracak, haset

ζηλεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заздрощі, заздрити, заздрість, зависть

ζηλεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zili, zilia, smira, smira e, lakmi

ζηλεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
завист, завистта, от завист, ревността

ζηλεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зайздрасць, зайздрасьць

ζηλεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kadestama, kadedus, kadestavad, kadedust, kadedusest, kadeduse

ζηλεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavist, želja, zavidjeti, jal, zavisti, zavide

ζηλεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
öfund, öfunda, öfundarefni

ζηλεύω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
invidia

ζηλεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pavydas, pavydo, pavydi, pavydėti, pavydą

ζηλεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skaudība, apskaust, skaudības, apskauž, mūs apskauž

ζηλεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
завист, завидувам, завидуваат, зависта, љубомората

ζηλεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
invidie, invidia, invidiei, pizmă, de invidie

ζηλεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
závist, zavist, zavisti, zavidajo, zavidali, zavida

ζηλεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
závisť, žiarlivosť, závisti
Τυχαίες λέξεις