Головка στα ελληνικά

Μετάφραση: головка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μύτη, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι
Головка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • голова στα ελληνικά - φασόλι, προεδρικός, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι
  • головешка στα ελληνικά - μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος
  • головний στα ελληνικά - στρατηγός, γενικός, καρδινάλιος, αφεντικό, ψηλός, ηγετικός, κύριος, ...
  • головокружіння στα ελληνικά - κολύμπι, ζάλη, ζαλάδα, ζάλης, η ζάλη, ίλιγγο
Τυχαίες λέξεις
Головка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μύτη, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι