Далі στα ελληνικά

Μετάφραση: далі, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περαιτέρω, μακρύτερος, παραπέρα, επιπλέον, περισσότερες, την περαιτέρω, ακόμη
Далі στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дальтонік στα ελληνικά - achromate
  • дальший στα ελληνικά - περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες, την περαιτέρω, ακόμη
  • дама στα ελληνικά - κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
  • дамба στα ελληνικά - ανάχωμα, φράγμα, φραγμός, φράγματος, dam, του φράγματος, μητέρα
Τυχαίες λέξεις
Далі στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περαιτέρω, μακρύτερος, παραπέρα, επιπλέον, περισσότερες, την περαιτέρω, ακόμη