Λέξη: καθοριστικός

Σχετικές λέξεις: καθοριστικός

καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english

Συνώνυμα: καθοριστικός

αποφασιστικός, κατηγορηματικός, αποφασισμένος, αδίστακτος, παράγοντας που αποφασίζει, προσδιοριστικός

Μεταφράσεις: καθοριστικός

καθοριστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decisive, determinant, determinative, determining, key

καθοριστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
decisivo, determinante, factor determinante, determinantes, determinante de

καθοριστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
maßgeblich, entscheidend, bestimmend, Determinante, Faktor, Bestimmungs

καθοριστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
délibéré, péremptoire, décisif, affirmatif, tranchant, ferme, décidé, résolu, déterminant, facteur déterminant, facteur, déterminante, déterminants

καθοριστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decisivo, determinante, fattore determinante, determinanti, determinante per

καθοριστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
determinante, determinantes, fator determinante, factor determinante

καθοριστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beslissend, finaal, cruciaal, determinant, bepalend, bepalende, bepalende factor, factor

καθοριστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
определенный, решающий, решительный, критический, убедительный, определитель, детерминант, детерминантой, детерминанта

καθοριστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avgjørende, determinant, determinanten, bestemmende, bestemmende faktor

καθοριστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
determinant, determinanten, avgörande, faktor, faktorn

καθοριστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päättäväinen, ratkaiseva, kriittinen, kiistaton, määräävä tekijä, tekijä, determinantti, määräävä, determinantin

καθοριστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
determinant, afgørende, faktor, bestemmende, determinanten

καθοριστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozhodný, rázný, směrodatný, rozhodující, energický, determinant, určujícím, faktorem, determinantou, determinantem

καθοριστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stanowczy, decydujący, przełomowy, wyznacznik, determinant, wyznacznikiem, determinantą, determinantem

καθοριστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meghatározó, döntő, meghatározója, determináns, determinánst

καθοριστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesin, determinant, belirleyici, belirleyicisi, belirleyicisidir, bir belirleyici

καθοριστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переконливий, рішучий, вирішальний, визначник, визначника, определитель

καθοριστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përcaktues, përcaktuesi, përcaktues i, determinantë, vendimtar

καθοριστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
определящ, детерминанта, определящ фактор, определящ фактор за

καθοριστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вызначальнік, вызначнік

καθοριστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
määrav, otsustav, determinant, määraja, determinandi, determinanti

καθοριστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odlučan, determinanta, odrednica, je odrednica, determinantu, odlučujući

καθοριστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákveða, ákveðu, ráða, ræður, ráði

καθοριστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
determinantas, lemiamas, lemiantis, veiksnys, lemiantis veiksnys

καθοριστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izšķirošs, determinants, noteicošais, faktors, noteicošais faktors

καθοριστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одредница, детерминанта, детерминантата, одлучувачки, детерминанти

καθοριστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
decisiv, determinant, factor determinant, determinantă, factor, determinante

καθοριστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
determinanta, determinanto, dejavnik, odločilni, odločilno

καθοριστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozhodný, determinant, determinantov, rozhodujúcich faktorov, faktorov ovplyvňujúcich, určujúcich faktorov
Τυχαίες λέξεις