Деградувати στα ελληνικά

Μετάφραση: деградувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξευτελίζω, εκφαυλίζω, υποβαθμίζω, καθαιρώ, υποβαθμίσει, υποβαθμίζουν, να υποβαθμίσει, υποβαθμίσουν, αποικοδομούν
Деградувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дегенерація στα ελληνικά - εκφύλιση, εκφυλισμός, εκφυλισμό, εκφυλισμού, κηλίδας
  • деградація στα ελληνικά - υποβάθμιση, η υποβάθμιση, υποβάθμισης, αποικοδόμηση, αποδόμηση
  • деградуйте στα ελληνικά - υποβαθμίζω, εκφαυλίζω, καθαιρώ, εξευτελίζω, υποβαθμισμένων, υποβαθμισμένη, υποβαθμισμένα, ...
  • дегустатор στα ελληνικά - βαρελάς, βαγενάς, γευόμενος, δοκιμαστή, δοκιμαστής, δοκιμαστικά, τον δοκιμαστή
Τυχαίες λέξεις
Деградувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξευτελίζω, εκφαυλίζω, υποβαθμίζω, καθαιρώ, υποβαθμίσει, υποβαθμίζουν, να υποβαθμίσει, υποβαθμίσουν, αποικοδομούν