Деспотичний στα ελληνικά

Μετάφραση: деспотичний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσποτικός, αυτοκρατορικός, καταπιεστικός, αυταρχικός, δεσποτική, δεσποτικό, δεσποτικές
Деспотичний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • деспот στα ελληνικά - αυτοκράτορας, δεσποτικός, δεσπότης, δεσπότη, δυνάστης, ο Δεσπότης, δυνάστη
  • деспотизм στα ελληνικά - τυραννία, δεσποτισμός, δεσποτισμό, δεσποτισμού, το δεσποτισμό, δεσποτεία
  • деспотія στα ελληνικά - δεσποτισμός, δεσποτισμό, δεσποτισμού, το δεσποτισμό, δεσποτεία
  • десть στα ελληνικά - δεσμίς 24 φύλλων, quire, εργασίας που απαιτούν, ρίς
Τυχαίες λέξεις
Деспотичний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσποτικός, αυτοκρατορικός, καταπιεστικός, αυταρχικός, δεσποτική, δεσποτικό, δεσποτικές