Καταπιεστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: καταπιεστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тяжкий, гнітючий, деспотичний, задушливий, завзятий, затятий, запеклий, заядлий
Καταπιεστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταπιεστικός

καταπιεστικός σύζυγος, καταπιεστικός συνώνυμα, καταπιεστικός συνώνυμο, καταπιεστικός σύντροφος, καταπιεστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καταπιεστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καταπίνω στα ουκρανικά - ковтати, ковтання, пелька, проковтувати, ковтнути, глотка, ковток, ...
  • καταπατητής στα ουκρανικά - особу, обличчя, правопорушник, особа, лице, скватер
  • καταπληκτικός στα ουκρανικά - чудовий, дивовижний, дивний, дивовижна, дивовижне
  • καταπνίγω στα ουκρανικά - подавити, приховувати, конфіскувати, забороняти, пробка, затор, корок
Τυχαίες λέξεις
Καταπιεστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тяжкий, гнітючий, деспотичний, задушливий, завзятий, затятий, запеклий, заядлий