Долання στα ελληνικά

Μετάφραση: долання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπραγμάτευση, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει
Долання στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • докір στα ελληνικά - όνειδος, επίπληξη, μομφή, μομφής, προσάψει
  • докірливий στα ελληνικά - αναπαράγομαι, επιτιμητικός, επιτιμητικά
  • долар στα ελληνικά - δολάριο, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων, του δολαρίου
  • долати στα ελληνικά - ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει
Τυχαίες λέξεις
Долання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπραγμάτευση, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει