Διαπραγμάτευση στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
долання, висновок, подолання, ув'язнення, переговори, перемовини
Διαπραγμάτευση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση

διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαπραγμάτευση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαπράττω στα ουκρανικά - скоювати, робити, вчинити, доручати, чинити, зраджувати, чиніть, ...
  • διαπρέπω στα ουκρανικά - видаватись, перевершувати, видаватися, виділятись, переважте, видатний, визначний, ...
  • διαπραγματευτής στα ουκρανικά - особу, обличчя, посередник, лице, особа, посредник, посередника
  • διαπραγματεύομαι στα ουκρανικά - домовлятись, обумовити, переговори, перемовини
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: долання, висновок, подолання, ув'язнення, переговори, перемовини