Допитливо στα ελληνικά

Μετάφραση: допитливо, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερώτηση, εξέταση, ανάκριση, έρευνα, περιέργως, περίεργα, περίεργο, παραδόξως, περίεργο τρόπο
Допитливо στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • допитати στα ελληνικά - ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω
  • допитливий στα ελληνικά - περίεργος, περιέργεια, δείτε, περίεργοι, γνωρίζετε
  • допитливість στα ελληνικά - περιέργεια, την περιέργεια, περιέργειά, περιέργειας, την περιέργειά
  • допитувати στα ελληνικά - ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω
Τυχαίες λέξεις
Допитливо στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερώτηση, εξέταση, ανάκριση, έρευνα, περιέργως, περίεργα, περίεργο, παραδόξως, περίεργο τρόπο