Достиглий στα ελληνικά
Μετάφραση: достиглий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- достаток στα ελληνικά - υγεία, αφθονία, πλούσια, ευγονία, συρροή, ευφορία, γονιμότητα, ...
- достигає στα ελληνικά - μελωδικός, ωριμάζουν, ωριμάσουν, ωριμάσει, ωρίμανση, ωριμάζει
- достовірний στα ελληνικά - γνήσιος, αυθεντικός, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό
- достовірність στα ελληνικά - φερέγγυος, συνεπής, αξιόπιστος, εχέγγυος, γνησιότητα, αυθεντικότητα, γνησιότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Достиглий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
Μεταφράσεις: ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου