Дотеп στα ελληνικά
Μετάφραση: дотеп, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γελωτοποιός, θερμαίνω, λεπτότητα, οξυδέρκεια, διείσδυση, ζεσταίνω, ζέστη, ευφυολόγημα, ευφυολογία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- досяжність στα ελληνικά - φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
- дотація στα ελληνικά - επιδότηση, επιχορήγηση, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
- дотеперішній στα ελληνικά - πρώην, μέχρι σήμερα, μέχρι, μέχρι τώρα, μέχρι στιγμής, έως τώρα
- дотепи στα ελληνικά - συνετά, σοφά, Facetiae
Τυχαίες λέξεις
Дотеп στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γελωτοποιός, θερμαίνω, λεπτότητα, οξυδέρκεια, διείσδυση, ζεσταίνω, ζέστη, ευφυολόγημα, ευφυολογία
Μεταφράσεις: γελωτοποιός, θερμαίνω, λεπτότητα, οξυδέρκεια, διείσδυση, ζεσταίνω, ζέστη, ευφυολόγημα, ευφυολογία