Διείσδυση στα ουκρανικά

Μετάφραση: διείσδυση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проникність, вторгнення, проникання, дотеп, проникнення, проникненню, насичення
Διείσδυση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διείσδυση

διείσδυση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διείσδυση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διδάσκω στα ουκρανικά - научати, викладати, навчити, привчати, установи, неточний, навчіть, ...
  • διδασκαλία στα ουκρανικά - навчання
  • διεγείρω στα ουκρανικά - визивати, прокидатися, дитино, вихователь, спонукувати, стимулювати, дитина, ...
  • διεθνής στα ουκρανικά - міжнародний, міжнародного
Τυχαίες λέξεις
Διείσδυση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: проникність, вторгнення, проникання, дотеп, проникнення, проникненню, насичення