Дохідний στα ελληνικά
Μετάφραση: дохідний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληρωτέος, επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, Κερδοσκοπική, κερδοφόρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- доход στα ελληνικά - αποδοχές, απολαβές, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
- доходний στα ελληνικά - πληρωτέος, επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, κερδοφόρες, επικερδείς
- доцентровий στα ελληνικά - κεντρομόλος, κεντρομόλο, κεντρομόλου, κεντρομόλες, κεντρομόλα
- доцільний στα ελληνικά - σκόπιμος, συνετός, συνετό, τέχνασμα, μέσο, σκόπιμο, πρόσφορο, ...
Τυχαίες λέξεις
Дохідний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληρωτέος, επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, Κερδοσκοπική, κερδοφόρες
Μεταφράσεις: πληρωτέος, επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, Κερδοσκοπική, κερδοφόρες