Λέξη: κρυφακούω

Σχετικές λέξεις: κρυφακούω

κρυφακούω συνώνυμα

Συνώνυμα: κρυφακούω

αφουγκράζομαι, ωτακουστώ

Μεταφράσεις: κρυφακούω

κρυφακούω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
eavesdrop

κρυφακούω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escuchar a escondidas, espiar, interceptar, escuchar furtivamente

κρυφακούω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lauschen, belauschen, abhören, abzuhören, zu belauschen

κρυφακούω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
écouter, espionner, intercepter, épier, écouter clandestinement

κρυφακούω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
origliare, intercettare, spiare, ascoltare di nascosto, intercettare le

κρυφακούω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bisbilhotar, espionar, escutar, espiar, espreitar

κρυφακούω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afluisteren, luisteren, af te luisteren, eavesdrop, afgeluisterd

κρυφακούω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подслушивать, подслушать, прослушивать, подслушивания, перехватывать

κρυφακούω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tyvlytte, smuglytte, avlytte, avlyttings, eavesdrop

κρυφακούω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avlyssna, tjuvlyssna, avlyssnings, smyglyssna, eavesdrop

κρυφακούω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuunnella salaa, salakuunnella, eavesdrop, kuulla keskustelusi, salakuuntelemaan

κρυφακούω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aflytte, lytte, lytte med, overhøre, lure

κρυφακούω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
naslouchat, poslouchat za dveřmi, odposlouchávat, nechtěně odposlouchávat, odposlouchávání, odposlouchávali

κρυφακούω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podsłuchiwać, podsłuchiwania, podsłuchać, podsłuchiwanie, podsłuchania

κρυφακούω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kihallgat, kihallgatni, hallgatózni, hallgatózik, ereszalja

κρυφακούω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kulak misafiri olmak, kulak misafiri, dinleyebilir, kulak misafiri olabilir, dinlemesine

κρυφακούω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підслуховувати, крапля, крапель, підслухайте, капіж, підслухувати, підслухати

κρυφακούω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përgjoj, të përgjoj, përgjojë, të përgjojë, përgjuar

κρυφακούω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подслушване, подслушвам, подслушва, да подслушва, подслушай

κρυφακούω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падслухоўваць, падслухоўваць чужыя размовы, падслухоўваць каля дзвярэй, падслухаем, каб падслухаць

κρυφακούω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kellegi juttu pealt kuulama, Kuulata salaja, salaja, pealt kuulata, juttu pealt kuulama

κρυφακούω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prisluškivati, osluškivati, prisluškivanje, prisluškujem

κρυφακούω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eavesdrop

κρυφακούω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusiklausyti, Podsłuchiwać, Lašų, pasiklausyti, slapta klausytis

κρυφακούω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noklausīties, slepeni noklausīties

κρυφακούω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прислушува, се прислушува, наслушнувам, да прислушува

κρυφακούω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trage cu urechea, a trage cu urechea, tragă cu urechea, trag cu urechea, spiona

κρυφακούω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prisluškujem, prisluškovati, prisluškuje, prisluškovala, Prisluškivati

κρυφακούω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
počúvať, poslúchať
Τυχαίες λέξεις