Дрижати στα ελληνικά
Μετάφραση: дрижати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρεμοπαίζω, τρέμω, σεισμός, σεισμό, σεισμού, quake, του σεισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дресирований στα ελληνικά - εκτέλεση, την εκτέλεση, εκτελεί, εκτελούν, που εκτελεί
- дресирувальник στα ελληνικά - προπονητής, εκπαιδευτής, γυμναστής, εκπαιδευτή, προπονητή
- дробарка στα ελληνικά - θραυστήρα, θραυστήρων, θραυστήρας, σπαστήρα, θραυστήρα με
- дробити στα ελληνικά - λαξεύω, σκαλίζω, γλύφω, χωρίσουν, κατατμηθεί, υποδιαιρεθεί, κατάτμηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Дрижати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρεμοπαίζω, τρέμω, σεισμός, σεισμό, σεισμού, quake, του σεισμού
Μεταφράσεις: τρεμοπαίζω, τρέμω, σεισμός, σεισμό, σεισμού, quake, του σεισμού