Λέξη: κυριολεκτικά

Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικά

κυριολεκτικά english, κυριολεκτικά μετάφραση, κυριολεκτικά τρομακτικεσ οι νέες φωτογραφιεσ της νανάς καραγιάννη

Συνώνυμα: κυριολεκτικά

μόλις, απλώς, μόνο και μόνο

Μεταφράσεις: κυριολεκτικά

κυριολεκτικά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
literally, virtually, quite literally, are literally, is literally

κυριολεκτικά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
literalmente, literal

κυριολεκτικά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wörtliche, wörtlich, buchstäblich, wahrsten Sinne des Wortes, wortwörtlich

κυριολεκτικά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
littéralement, textuelle, textuellement, lettre, littéralement des, la lettre

κυριολεκτικά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
letteralmente, lettera, alla lettera, letteralmente a

κυριολεκτικά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
literalmente, literal

κυριολεκτικά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
letterlijk

κυριολεκτικά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
точно, буквально, дословно, буквальном смысле, в буквальном смысле, буквальном

κυριολεκτικά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bokstavelig, bokstavelig talt

κυριολεκτικά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rally, bokstav, bokstavligen, bokstavligt talat, ligen

κυριολεκτικά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sananmukaisesti, kirjaimellisesti, sanatarkasti

κυριολεκτικά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bogstaveligt, bogstaveligt talt, bogstavelig talt, ordret, bogstaveligste forstand

κυριολεκτικά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
doslova, doslovně

κυριολεκτικά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dosłownie, literalnie, dosłownym

κυριολεκτικά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szó szerint, a szó szoros értelmében, szó, szó szoros értelmében, szó szoros

κυριολεκτικά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
harfi harfine, tam anlamıyla, anlamıyla, kelimenin tam anlamıyla, gerçekten

κυριολεκτικά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
буквалізм, буквально

κυριολεκτικά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fjalë për fjalë, vërtetë, të vërtetë, fjalë, fjalë për fjalë të

κυριολεκτικά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
буквално, буквално се, буквално да

κυριολεκτικά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
літаральна

κυριολεκτικά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täht-tähelt, sõna-sõnalt, sõna otseses mõttes, sõnalt, sõna otseses, otseses mõttes

κυριολεκτικά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
doslovno, doslovce, je doslovno, bukvalno

κυριολεκτικά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bókstaflega, bókstaflega að

κυριολεκτικά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pažodžiui, tiesiog, tiesiogine prasme, prasme, žodžio prasme

κυριολεκτικά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
burtiski, burtiskā

κυριολεκτικά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
буквално, дословно, буквално се, буквално го

κυριολεκτικά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
literalmente, literal, propriu, la propriu, efectiv

κυριολεκτικά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dobesedno, dobesedno na, je dobesedno

κυριολεκτικά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
doslovne, doslova, doslovnom
Τυχαίες λέξεις