Дурно στα ελληνικά
Μετάφραση: дурно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απλά, απλώς, α, ένα, μια, ένας, μία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дурник στα ελληνικά - κουτορνίθι, nincompoop, βλάκας, χαζός
- дурниця στα ελληνικά - σκουπίδια, κλοτσώ, πατσάς, ανοησίες, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ...
- дурнуватий στα ελληνικά - γλαυκώδης
- дурощі στα ελληνικά - βλακεία, ηλιθιότης, ηλιθιότητα
Τυχαίες λέξεις
Дурно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απλά, απλώς, α, ένα, μια, ένας, μία
Μεταφράσεις: απλά, απλώς, α, ένα, μια, ένας, μία