Λέξη: απορρίπτω

Σχετικές λέξεις: απορρίπτω

απορρίπτω στα αγγλικα, απορρίπτω ρήμα, απορρίπτω ορισμός, απορρίπτω μετάφραση, απορρίπτω κλίση, απορρίπτω μετοχή, απορρίπτω απέρριψα, απορρίπτω ετυμολογία, απορρίπτω αντωνυμα, απορρίπτω συνώνυμα

Συνώνυμα: απορρίπτω

πετώ, ρίπτω, χύνω μέταλλο, αποτυγχάνω, χρεωκοπώ, εκπίπτω, παραλείπω, αποτυχαίνω, τριχοτομώ, αποβάλλω, χύνω, κατοπτεύω, απαξιώ, καταφρονώ, αρνούμαι, παραμερίζω, απαγορεύω, ανατρέπω, εξουσιάζω

Μεταφράσεις: απορρίπτω

απορρίπτω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reject, disclaim, discard, cast, refuse, turn down

απορρίπτω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
declinar, negar, repeler, rehusar, rechazar, rechazará, rechazar la, rechazar las, desestimar

απορρίπτω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wegwerfen, ablehnen, absonderung, zurückweisen, verwerfen, abweisen, Ausschuss

απορρίπτω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
relancer, mépriser, rejetons, chasser, rebutent, rebutons, débouter, désavouent, réprouver, lancer, méconnaître, répudier, refuser, désavouez, démentir, dédaigner, rejeter, de rejeter, rejet, rejette

απορρίπτω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
respingere, rigettare, deporre, rifiutare, respinge, rifiuto

απορρίπτω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descartar, rejeição, indeferir, rechaçar, disco, recusar, descarte, reiterar, rejeitar, rejeitam, rejeitá, rejeitamos

απορρίπτω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afslaan, vertikken, weigeren, bedanken, verwerpen, afdanken, afkeuren, afwijzen, af te wijzen, te verwerpen

απορρίπτω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отвергнуть, сбрасывание, отказать, сбрасывать, отклонить, отказ, отбрасывать, забаллотировать, возразить, отбросить, увольнять, выбрасывать, отвергать, отрицать, откидывать, забраковывать, отвергают, отклонять

απορρίπτω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avvise, avslå, avviser, forkaste, forkaster

απορρίπτω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avslå, förkasta, avvisa, avvisar, förkastar

απορρίπτω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hylätä, perua, sysätä, evätä, hylkää, hylättävä, hylkäämään, hylkäämiseksi

απορρίπτω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afslå, afvise, afviser, forkaste, forkaster, at afvise

απορρίπτω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odvrhnout, odmítat, popírat, popřít, vyhodit, zrušit, odhodit, odložit, zamítnout, zavrhnout, zapudit, zatratit, odmítnout, zapřít, propustit, odmítnutí, zamítne, odmítají

απορρίπτω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odrzucać, zrzekać, brak, zaniechać, pozbywać, wyrzucać, zrzutka, brakować, odrzut, zarzucać, odrzucić, odwołać, przebierka, wypierać, zrzucić, odrzucenia, odrzuca, odrzucają

απορρίπτω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elutasít, elutasítja, elutasításához, elutasítására, elutasíthatja

απορρίπτω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
reddetmek, reddetme, reddedebilir, reddedebilirsiniz, reddettiğinizde

απορρίπτω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заперечити, якось-то, скидати, то, чи-то, тоді-то, відкидати, відкинути, оте, скидання, заперечувати, відхилити

απορρίπτω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
refuzoj, hedh poshtë, refuzojë, refuzojnë, të refuzojë

απορρίπτω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отхвърляне, отхвърлите, отхвърлят, отхвърли, отхвърля

απορρίπτω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адхіліць, адмовіцца ад

απορρίπτω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eitama, lahtisaamine, hülgama, keelduma, loobuma, tagasi lükkama, tagasi lükata, lükata, lükata tagasi, tagasilükkamiseks

απορρίπτω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povratiti, baciti, odbiti, otkloniti, proricati, odbaciti, pobacati, bljuvati, odbijanje, odbacuju, odbije

απορρίπτω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hafna, hafnað, að hafna, hafnar, er hafnað

απορρίπτω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
recuso

απορρίπτω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atmesti, atmeta, atsisakyti, atmetama, atmetė

απορρίπτω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atteikties, noraidīt, noraida, jānoraida, atteiktu, noraidītu

απορρίπτω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отфрлат, отфрлаат, одбие, го одбие, одбиете

απορρίπτω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
respinge, respingă, resping, respingere, a respinge

απορρίπτω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odložit, zrušit, zavrne, zavrniti, zavrnejo, zavračajo, zavrnete

απορρίπτω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zrušiť, odmietnuť, zamietnuť, odmietnu
Τυχαίες λέξεις