Екзамен στα ελληνικά

Μετάφραση: екзамен, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεργασία, εξέταση, εξέτασης, την εξέταση, εξετάσεως, εξετάσεις
Екзамен στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • еквівалентність στα ελληνικά - ισοδυναμία, ισοδυναμίας, ισοτιμίας, ισοτιμία, της ισοδυναμίας
  • еквілібрист στα ελληνικά - ισορροπιστής, κατανεμητής, εξισορρόπησης του, balancer, αντίβαρο εξισορρόπησης
  • екзаменатор στα ελληνικά - εξεταστής, εξεταστή, εξετάστριας, εξετάστρια
  • екзекутор στα ελληνικά - δήμιος, εκτελεστή, εκτελεστής, δήμιο, δημίου
Τυχαίες λέξεις
Екзамен στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεργασία, εξέταση, εξέτασης, την εξέταση, εξετάσεως, εξετάσεις