Екстракт στα ελληνικά
Μετάφραση: екстракт, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσία, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- екстравагантність στα ελληνικά - εκκεντρικότητα, εκκεντρότητα, εκκεντρότητας, εκκεντρικότητας, την εκκεντρικότητα
- екстрадиція στα ελληνικά - έκδοση, έκδοσης, την έκδοση, εκδόσεως, της έκδοσης
- екстрактор στα ελληνικά - απαγωγέας, απορροφητήρα, απορροφητήρας, εξολκέα, εκχυλιστή
- екстракція στα ελληνικά - εξαγωγή, καταγωγή, εκχύλιση, εκχύλισης, εξόρυξη, εκχυλίσεως
Τυχαίες λέξεις
Екстракт στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσία, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
Μεταφράσεις: ουσία, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα