Λέξη: κοιλότητα

Σχετικές λέξεις: κοιλότητα

στοματική κοιλότητα, περιτοναϊκή κοιλότητα, κοιλότητα αγγλικά, ρινική κοιλότητα, κοιλότητα της ρινός, κοιλότητα του υπεζωκότα, κοιλιακή κοιλότητα, υπεζωκοτική κοιλότητα, ιγνυακή κοιλότητα, θωρακική κοιλότητα

Συνώνυμα: κοιλότητα

θύλακας, φλύκταινα, σημάδι, εσοχή, σηκός, παραθάλαμος, κοίλωμα, κουφάλα, τρύπα, κοιλότης, κοίλο

Μεταφράσεις: κοιλότητα

κοιλότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cavity, chamber, concavity, hollow, well, the cavity

κοιλότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
habitación, hueco, hoyo, cámara, cavidad, cuarto, la cavidad, cavidad de, cavidad del, de la cavidad

κοιλότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hohlraum, schlafzimmer, aushöhlung, höhle, karies, kammer, zimmer, grube, höhlung, patronenlager, Hohlraum, Höhle, Hohlraums, Kavität

κοιλότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cavité, anfractuosité, salon, paix, creux, antre, salle, fosse, chancellerie, office, chambre, ventricule, bureau, la cavité, cavité de, cavités

κοιλότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fossa, camera, cavità, cavo, cavità di, della cavità, cavità del

κοιλότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quarto, cavidade, sala, cava, câmara, cavidade de, cavidade do, da cavidade, cavidades

κοιλότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hol, put, vertrek, holte, gat, slaapkamer, kamer, lokaal, groef, groeve, kuil, uitholling, cavity, spouw, holle ruimte, caviteit

κοιλότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спальня, палата, корпус, рудник, пустота, комната, приемная, впадина, раковина, полость, пузырёк, терем, яма, камора, горница, патронник, полости, резонатор, резонатора, полостью

κοιλότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gruve, grav, kammer, grop, hulrom, værelse, hulen, hulrommet, hulroms

κοιλότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kammare, rum, hålighet, kavitet, kaviteten, håligheten, hålrum

κοιλότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
onkalo, kamari, huone, kammio, ontelo, kammari, kuoppa, kolo, osasto, pesäke, soppi, ontelon, onteloon, onkalon

κοιλότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
værelse, hul, hulrum, hulrummet, kavitet, kaviteten, hulhed

κοιλότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kancelář, komora, jáma, salón, sněmovna, síň, dutina, komnata, pokoj, dutiny, dutinu, dutině, dutých

κοιλότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kancelaria, zapadlina, sala, wnęka, izba, otwór, dziura, wydrążenie, pokój, komora, jama, wgłębienie, nocnik, ubytek, komnata, jamy

κοιλότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lyuk, zsiliptartó, olajkamra, aknakamra, üreg, üreget, üregben, üregbe, üreges

κοιλότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boşluk, kavite, boşluğu, oyuk, kavitesi

κοιλότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
западина, порожнина, палата, приймальня, прийомна, впадина, камера, корпус, порожнину

κοιλότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhomë, zgavër, zgavrën, gropë, kaviteti, zgavër të

κοιλότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
палата, кухина, кухината, кухини, дупка

κοιλότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакой, паражніну, паражніна, поласць, поласці, полость

κοιλότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kamber, hambaauk, õõnsus, õõs, koda, süvend, õõnsuse, süvendisse, õõnsusesse

κοιλότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šupljina, dvorana, biro, komora, odaja, soba, komorni, šupljine, šupljini, cavity, kavitet

κοιλότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hol, hola, holrúmið, Hólfið, holrúmi, holrúm sem

κοιλότητα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
caverna, cavus

κοιλότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūmai, duobė, ertmė, ertmės, ertmę, ertmių, ertmėje

κοιλότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dobums, guļamistaba, bedre, caurums, dobuma, dobumā, dobumu, tukšumu

κοιλότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јамата, празнина, шуплина, шуплината, празнината

κοιλότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cavitate, groapă, carie, cavitatea, cavității, cavități, cavitate de

κοιλότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
komata, komora, votlina, votlino, votline, votlini, Odprtina

κοιλότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dutina, komora, komnata, dutiny, dutinu
Τυχαίες λέξεις