Електрик στα ελληνικά

Μετάφραση: електрик, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να
Електрик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • елегійний στα ελληνικά - ελεγειακός, ελεγειακή, ελεγειακό, ελεγειακά, ελεγειακής
  • елегія στα ελληνικά - ελεγεία, ελεγείο, ελεγείας, η ελεγεία, την ελεγεία
  • електрифікація στα ελληνικά - εξηλεκτρισμός, ηλεκτροδότηση, ηλεκτροκίνησης, ηλεκτροδοτήσεως, την ηλεκτροδότηση
  • електрифікуйте στα ελληνικά - ηλεκτροδοτώ, ηλεκτρίζω, elektryfikuyte
Τυχαίες λέξεις
Електрик στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να