Λέξη: καταρρακτώδης

Σχετικές λέξεις: καταρρακτώδης

καταρρακτώδης βροχή

Μεταφράσεις: καταρρακτώδης

καταρρακτώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
torrential, cataractous, pouring

καταρρακτώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
torrencial, torrenciales

καταρρακτώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sturzflutartig, wolkenbruchartig, reißend, sintflutartigen, sintflut, sintflutartige, reißenden

καταρρακτώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
torrentiel, prompt, rapide, torrentielles, torrentielle, diluviennes, diluvienne

καταρρακτώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
torrenziale, torrenziali, torrentizio, torrential, alluvionali

καταρρακτώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
torrencial, torrenciais, torrential, caudaloso

καταρρακτώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
torrential, hevige, stromende, stortregens, overweldigende

καταρρακτώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проливной, обильный, проливные, ливневый, ливневые

καταρρακτώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brus, vold, foss, torrential, somt

καταρρακτώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skyfalls, häftiga, stört, skyfall, torrential

καταρρακτώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rankka, vuolas, ryöppyävä, virtava, ryöppyävään, rankka-, torrential

καταρρακτώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
voldsomme, rivende, voldsom, de voldsomme, styrtende

καταρρακτώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prudký, proudící, přívalové, přívalový, průtrž

καταρρακτώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wartki, ulewny, rzęsisty, ulewne, ulewnych, torrential, ulewnego

καταρρακτώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szakadó, zuhogó, özönvízszerű, viharos, a heves

καταρρακτώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şiddetli, sağanak, sel, sel gibi, torrential

καταρρακτώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заливний, проливний, рясний, злива, зливи

καταρρακτώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
si rrëke, rrëke, rrëketë, rrëketë e, rrebesh

καταρρακτώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пороен, проливен, проливни, поройни, проливните

καταρρακτώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праліўны

καταρρακτώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valinguline, valingulised, Ryöppyävä, vihmavalingute, paduvihmast

καταρρακτώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
silovit, bujičnog, obilne, strašne, bujan

καταρρακτώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
torrential

καταρρακτώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smarkus, liūtys, sraunus, Nevaldāms, Dabartinis greita srautu

καταρρακτώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nevaldāms, lietusgāzes, spēcīgas, straujš, straumēm plūstošs

καταρρακτώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поројните, поројни, поројниот, пороен, обилни

καταρρακτώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
torențial, torențiale, torentiala, torențială, torentiale

καταρρακτώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hudourniška, hudourniški, hudourniške, hudourniško, hudourniškega

καταρρακτώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prudký, prúdiaci, prúdiacej, prúdiaca, prúdiace, prúdiacu
Τυχαίες λέξεις