Λέξη: μάνικα
Σχετικές λέξεις: μάνικα
πυροσβεστική μάνικα, μάνικα χαλκίδας, μάνικα πυρόσβεσης, σάμψων μάνικα
Συνώνυμα: μάνικα
κάλτσα, σωλήν εύκαμπτος, σωλήνας εύκαμπτος, μανίκα, καλσό
Μεταφράσεις: μάνικα
μάνικα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hose, hosing, a hose, the hose, hose in
μάνικα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
manga, manguera, manguera de, la manguera, la manguera de, de manguera
μάνικα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlauch, Schlauch, Schlauches, Schlauchs
μάνικα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tuyau, bas, outre, flexible, boyau, le tuyau, tuyau flexible
μάνικα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tubo flessibile, manichetta, calze, tubo, tubo di
μάνικα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mangueira, mangueira de, da mangueira, tubo de, de mangueira
μάνικα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slang, de slang, slangen
μάνικα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шланг, чулки, штаны, рейтузы, шланга, шлангов, рукав, шланги
μάνικα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strømpe, slange, slangen, lange
μάνικα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slang, slangen, lang
μάνικα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
letku, pestä, ruisku, letkun, letkua, letkuun, letkusta
μάνικα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slange, slangen, slanger, slangens
μάνικα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
punčocha, hadice, hadici, hadic, hadicí, hadicové
μάνικα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szlauch, wąż, węża, przewód, przewodu, hose
μάνικα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
locsoló, slag, tömlő, tömlőt, cső, csövet, tömlõ
μάνικα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hortum, hortumu, hortumunu, hortumun, hortumunun
μάνικα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
панчохи, панчоха, шланг, штани
μάνικα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gete, çorape, çorape të, hose, çorape e
μάνικα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шланг, маркуч, маркуча, маркучи, на маркуча
μάνικα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шланг
μάνικα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõdvik, sukkpüksid, voolik, vooliku, voolikut, voolikud, voolikuga
μάνικα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nogavica, crijevo, crijeva, cijev, cijevi, crijevo za
μάνικα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slönguna, slöngu, slanga, barki, slangan
μάνικα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žarna, žarnos, žarną, žarnų, hose
μάνικα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šļūtene, šļūtenes, šļūteni, šļūteņu, hose
μάνικα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
црево, црева, цревото, цревото за, црево за
μάνικα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
furtun, furtun de, furtunului, furtunul de, furtunului de
μάνικα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cev, cevi, cev za, gibke cevi, hose
μάνικα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hadice, hadica, hadicu