Зал στα ελληνικά

Μετάφραση: зал, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αίθουσα, χώρος, δωμάτιο, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
Зал στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • закінчувати στα ελληνικά - καταλήγω, τερματισμός, τέλος, τελειώνω, συμπεραίνω, κάνω, περατώνω, ...
  • закінчуватися στα ελληνικά - λήγω, τέλος, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
  • зала στα ελληνικά - αίθουσα, Hall, Μουσικής, Μέγαρο, χωλ
  • залагодити στα ελληνικά - εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Зал στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αίθουσα, χώρος, δωμάτιο, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ