Λέξη: ποσότητα
Σχετικές λέξεις: ποσότητα
ποσότητα γάλακτος για νεογέννητο, ποσότητα μητρικού γάλακτος, ποσότητα αμνιακού υγρού, ποσότητα τροφής για κουτάβια, ποσότητα αίματος στον άνθρωπο, ποσότητα τροφής σκύλου, ποσότητα φαγητού μωρού, ποσότητα ούρων, ποσότητα καφείνης, ποσότητα γάλακτος βρέφους
Συνώνυμα: ποσότητα
ποσότης, ποσό
Μεταφράσεις: ποσότητα
ποσότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
quantity, volume, amount, amount of, quantity of, an amount
ποσότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
porqué, cantidad, volumen, tomo, tamaño, libro, la cantidad, cantidad de, cantidades, Aplicar Cantidad
ποσότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lautstärke, größe, jahrgang, volumen, masse, buch, band, rauminhalt, inhalt, Menge, Größe, Quantität, Anzahl
ποσότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sonorité, grandeur, pointure, masse, livre, nombre, volume, périphérie, taille, quotité, quantité, tome, tapée, la quantité, quantités
ποσότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quantità, volume, quantitativo, la quantità, quantità di, quantitativi
ποσότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
livro, quantificar, quantidade, quantidade de, quantidades, a quantidade, número
ποσότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omvang, inhoud, boel, grootheid, volume, boek, hoeveelheid, massa, geluidssterkte, sterkte, kwantiteit, Aantal, hoeveelheden
ποσότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
объем, численность, полнота, человек, емкость, сила, объём, величина, вместительность, вместимость, книга, том, громкость, дискета, размер, масса, количество, количества, величиной, количестве
ποσότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bok, lydstyrke, kvantitet, volum, kvantum, mengde, mengden, antallet
ποσότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kvantitet, storlek, volym, mängd, till Antal, mängden, kvantiteten
ποσότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tavaraerä, suure, äänekkyys, tilavuus, erä, kirja, massa, joukko, määrä, kuuluvuus, nide, määrän, määrää, määrästä, määrään
ποσότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omfang, størrelse, bog, bind, mængde, mængden, maengde, antal
ποσότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
množství, veličina, objem, svitek, počet, díl, rozsah, obsah, velikost, mnożství
ποσότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zeszyt, wolumin, głośność, iloczas, objętość, wolumen, masa, foliał, tom, ilość, kubatura, wielkość, liczba, ilości, wielkosc
ποσότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hangmennyiség, könyv, kötet, kvantitás, mennyiség, mennyisége, mennyiséget, mennyiségét, mennyiségű
ποσότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oylum, nicelik, kitap, hacim, miktar, miktarı, miktarda, miktarının
ποσότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кількості, багатослівно, кількість
ποσότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sasi, libër, sasia, sasinë, sasia e, sasi të
ποσότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
том, обем, книга, количество, гръмкост, количеството, количества, величина
ποσότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кнiга, колькасць, колькасьць
ποσότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kvantiteet, veerev, suurus, pöörlev, jutukas, kogus, koguse, kogust, kogusest, koguses
ποσότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
volumen, tom, knjiga, disk, volumena, opseg, kvantiteta, obujam, veličina, količina, masa, količinu, količine, količini, koliĉina
ποσότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bindi, árgangur, magn, magni, magnið
ποσότητα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vis
ποσότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apimtis, knyga, kiekybė, kiekis, talpa, daugybė, tomas, kiekį, kiekio
ποσότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tilpums, daudzums, apjoms, kvantitāte, grāmata, daudzumu, skaits
ποσότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
волумен, квантитет, квантитетот, количеството, количина, количество, количината
ποσότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cantitate, carte, volum, masă, cantitatea, cantități, cantitati, cantității
ποσότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
objem, količina, količino, količine, kolićina
ποσότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
objem, množstvo, množstva, množstvá, množstve, množstiev
Στατιστικά δημοτικότητας: ποσότητα
Τυχαίες λέξεις