Λέξη: ξεκουμπώνω

Συνώνυμα: ξεκουμπώνω

ξεκάνω, λύω, καταστρέφω

Μεταφράσεις: ξεκουμπώνω

ξεκουμπώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
undo, unbuckle

ξεκουμπώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desatar, desligar, desliar, desenlazar, desabrochar, desabrocharse, deshebillar, unbuckle, desabroche

ξεκουμπώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auspacken, lockern, aufschnallen, abschnallen, unbuckle, abzuschnallen, schnallen

ξεκουμπώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défaire, délier, défais, déboutonner, détacher, dissoudre, dégrafer, déficeler, défont, défaisons, déboucler, débouclez, de déboucler

ξεκουμπώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disfare, slacciare, unbuckle, sfibbiare, slacciarsi

ξεκουμπώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desfazer, subaquático, desatar, desafivelar, unbuckle, desabotoar

ξεκουμπώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
losgespen, unbuckle, los te gespen, uitdoen, tas afgespen

ξεκουμπώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пороть, разрушать, открывать, разжать, расторгнуть, развязывать, портить, аннулировать, разрушить, расстегнуть, расстегивать, губить, разбирать, отменить, разжимать, расстегивать пряжку, отстегните, отстегивать

ξεκουμπώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
unbuckle

ξεκουμπώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
unbuckle, SPÄNNA, knäppas upp

ξεκουμπώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
irrottaa, irrotella, ratkoa, unbuckle

ξεκουμπώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
unbuckle

ξεκουμπώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zničit, rozdělat, rozvázat, zrušit, uvolnit, rozebrat, rozpínat, rozepnout, párat, odepnout

ξεκουμπώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spadać, rozwiązywać, anulować, cofnąć, rozpinać, rozpiąć, rozwiązać, unieważnić, odrobić, odwiązać, odpiąć

ξεκουμπώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lecsatol, Kicsatoláskor eressze, kiszabadítani

ξεκουμπώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çözmek, unbuckle, tokasını açmak

ξεκουμπώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розстібати, відмінити, руйнувати, відкривати, розстібається

ξεκουμπώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbërthej

ξεκουμπώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
откопчавам, откопчаете

ξεκουμπώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
расшпільваць

ξεκουμπώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ennistama, pannalt avama, Avada

ξεκουμπώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vrati, poništi, otkopčati, odvezati, poništiti, otkopčati se, raskopčati, raspojasati, raspojasati se

ξεκουμπώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unbuckle

ξεκουμπώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsisegti, Atsprādzēt, atsegti sagą, Odpiąć, Odwiązać

ξεκουμπώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atsprādzēt

ξεκουμπώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
откопчавам

ξεκουμπώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
desface, descătărăma, unbuckle, Desfaceți, desprinde, descinge

ξεκουμπώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Raskopčati

ξεκουμπώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odopnúť, pripnutie
Τυχαίες λέξεις