Заливання στα ελληνικά
Μετάφραση: заливання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτόγονος, αρχέγονος, χύνοντας, έκχυση, ρίχνει, χύσιμο, εκχύσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- залежність στα ελληνικά - εξάρτηση, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, της εξάρτησης
- залежте στα ελληνικά - εξαρτώμαι, εξαρτάται, εξαρτάται από, Ανάλογα, εξαρτώνται, εξαρτάται από το
- заливати στα ελληνικά - συντρίβω, πνίγω, πνίγομαι, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ...
- заливка στα ελληνικά - αρχέγονος, πρωτόγονος, σκίαση, Σκίασης, Η σκίαση, τη σκίαση, Σκίαστρα
Τυχαίες λέξεις
Заливання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτόγονος, αρχέγονος, χύνοντας, έκχυση, ρίχνει, χύσιμο, εκχύσεως
Μεταφράσεις: πρωτόγονος, αρχέγονος, χύνοντας, έκχυση, ρίχνει, χύσιμο, εκχύσεως