Πρωτόγονος στα ουκρανικά
Μετάφραση: πρωτόγονος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
святенницький, заливання, зарядка, хапливий, манірний, ґрунтовка, заливка, примітивний, найпримітивніший, примітивна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρωτόγονος
πρωτόγονος συνώνυμα, πρωτόγονος άνθρωπος, πρωτόγονος ετυμολογία, πρωτόγονος παλεύει με κροκόδειλο, πρωτόγονος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πρωτόγονος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πρωτοπόρος στα ουκρανικά - піонер, Пионер
- πρωτοτυπία στα ουκρανικά - оригінальність, оригінальності
- πρωτότυπο στα ουκρανικά - проект, креслення, намічати, планувати, первісний, оригінал, оригинал
- πρωτότυπος στα ουκρανικά - оригінал, оригинал
Τυχαίες λέξεις
Πρωτόγονος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: святенницький, заливання, зарядка, хапливий, манірний, ґрунтовка, заливка, примітивний, найпримітивніший, примітивна
Μεταφράσεις: святенницький, заливання, зарядка, хапливий, манірний, ґрунтовка, заливка, примітивний, найпримітивніший, примітивна