Αρχέγονος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αρχέγονος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зарядка, ґрунтовка, заливка, заливання, примітивний, найпримітивніший, примітивна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχέγονος
αρχέγονος συνώνυμο, αρχέγονοσ λεξικό, αρχέγονοσ νανισμόσ, αρχέγονος ελλάς ήπειρος, αρχέγονος συνώνυμα, αρχέγονος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αρχέγονος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αρχάγγελος στα ουκρανικά - архангел, ангел, Архангол, Архангела, сам Архангол
- αρχάριος στα ουκρανικά - початкуючий, новак, початківець, отой, починаючий, новачок, новичок
- αρχή στα ουκρανικά - почало, походження, джерело, напад, відправлення, починатися, жолобити, ...
- αρχίζω στα ουκρανικά - жолобити, вирушати, початися, починати, починатися, початок, почало, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρχέγονος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зарядка, ґрунтовка, заливка, заливання, примітивний, найпримітивніший, примітивна
Μεταφράσεις: зарядка, ґрунтовка, заливка, заливання, примітивний, найпримітивніший, примітивна