Замова στα ελληνικά
Μετάφραση: замова, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγέλλω, εντολή, παραγγελία, προσταγή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- замкнутість στα ελληνικά - επιφυλακτικότητα, η επιφυλακτικότητα
- замкніться στα ελληνικά - zamknitsya
- замовити στα ελληνικά - παραγγελία, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
- замовкнути στα ελληνικά - πειθαναγκάζω, σκάσε, κλείσει το στόμα, κλείσει, βουλώσει, το βουλώσει
Τυχαίες λέξεις
Замова στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγέλλω, εντολή, παραγγελία, προσταγή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
Μεταφράσεις: παραγγέλλω, εντολή, παραγγελία, προσταγή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό