Προσταγή στα ουκρανικά
Μετάφραση: προσταγή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
команда, командувати, наказати, володіння, наказ, замова, замовляти, наказувати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσταγή
προσταγή συνώνυμα, incognita sperans-προσταγή, κατηγορική προσταγή, καντιανή προσταγή, προσταγή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσταγή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προστάτης στα ουκρανικά - клієнт, протекційний, покровитель, патрона, заступницький, захисний, патрон, ...
- προστίθεμαι στα ουκρανικά - накопичуватися, наростати, збільшуватись, prostithemai
- προστακτική στα ουκρανικά - непроникність, імператив, Императив
- προστασία στα ουκρανικά - захист, піклування, клієнтура, заступництво, шефство
Τυχαίες λέξεις
Προσταγή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: команда, командувати, наказати, володіння, наказ, замова, замовляти, наказувати
Μεταφράσεις: команда, командувати, наказати, володіння, наказ, замова, замовляти, наказувати