Застувати στα ελληνικά
Μετάφραση: застувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, κωλυσιεργώ, zastuvaty
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- застоятися στα ελληνικά - zastoyatysya
- застрашливий στα ελληνικά - επιβλητικός, τρομακτικό, τρομακτική, τρομακτικές, εκφοβίζοντας, τρομακτικά
- застуда στα ελληνικά - καταψύχω, ανατριχίλα, ρίγος, παγερός, κρύο, κρύα, ψυχρό, ...
- застукати στα ελληνικά - πιάνω, αρπάζω, σφραγίδα, γραμματόσημο, σφραγίδας, χαρτοσήμου, τη σφραγίδα
Τυχαίες λέξεις
Застувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, κωλυσιεργώ, zastuvaty
Μεταφράσεις: παρακωλύω, κωλυσιεργώ, zastuvaty