Λέξη: παλιμβουλία
Μεταφράσεις: παλιμβουλία
παλιμβουλία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inconstancy, tergiversator
παλιμβουλία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inconstancia, alterabilidad, tergiversator
παλιμβουλία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vicissitude, variabilité, instabilité, inconstance, tergiversator
παλιμβουλία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непостоянство, переменчивость, превратность, изменчивость, tergiversator
παλιμβουλία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
proměnlivost, vrtkavost, nestálost, tergiversator
παλιμβουλία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niestałość, zmienność, tergiversator
παλιμβουλία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непостоянство, tergiversator
παλιμβουλία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebajärjekindlus, reetlikkus, muutlikkus, tergiversator
παλιμβουλία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tergiversator
παλιμβουλία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nestalnost, tergiversator
παλιμβουλία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tergiversator