Землеробство στα ελληνικά
Μετάφραση: землеробство, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεωργία, γεωργίας, τη γεωργία, της γεωργίας, η γεωργία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- землерийка στα ελληνικά - στρίγγλα, μέγαιρα, Στρίγγλας, Shrew, στρίγκλας
- землероб στα ελληνικά - δοιάκι, αγρότης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη
- землетрус στα ελληνικά - σεισμός, σεισμό, σεισμού, σεισμούς, σεισμό του
- землечерпалка στα ελληνικά - δίκτιο, βορβοροφάγος, εκβαθύνω, dredge, εκσκαφέων
Τυχαίες λέξεις
Землеробство στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεωργία, γεωργίας, τη γεωργία, της γεωργίας, η γεωργία
Μεταφράσεις: γεωργία, γεωργίας, τη γεωργία, της γεωργίας, η γεωργία