Λέξη: πιτζάμα

Σχετικές λέξεις: πιτζάμα

ολόσωμη πυτζάμα, πιτζάμα γυναικεία, πιτζάμα θηλασμού, πιτζάμα πραξικόπημα, ζέβρα πυτζάμα, πιτζάμα πάρτι

Συνώνυμα: πιτζάμα

πιζάμες, νυκτικό υποκάμισο και πανταλόνι

Μεταφράσεις: πιτζάμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pyjamas, pajamas, a pair of pajamas, pair of pajamas, pajama
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pijama, pijamas, los pijamas, pijamas de, pijama de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pyjamas, schlafanzüge, schlafanzug, Schlafanzug, Pyjama, Pyjamas, Schlafanzüge
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pyjama, pyjamas, un pyjama, des pyjamas, les pyjamas
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pigiama, pigiami, dei pigiami, i pigiami, pigiama di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pijamas, pijama, pajamas, pyjamas, pijamas de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pyjama, pajama, pyjama zit, pyama
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пижама, пижамы, пижам, пижаме
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pyjamas, pajamas, hendte, pyjamaser, pyjamasen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pyjamas, pajamas, pyjamasen, pyjamasar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyjama, pyjamat, pajama, yöpuku, pyjamassa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pyjamas, pajamas, pyjamasser, pyjamas til
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pyžamo, pyžama, pyžamu, pyžam
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
piżama, pidżama, piżamy, pidżamy, piżam
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pizsama, pizsamában, pizsamák, pizsamát, -pizsama
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pijama, pijamalar, pijamaları, pijamalari
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
піжама, пижама, піжами
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pizhamë, pizhame, Pajamas, Pajamas Children, pizhame e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пижама, пижами, пижамата, пижамите
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
піжама
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pidžaama, pidžaamad, pajamas, pidþaamad, pidzaamad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pidžama, pidžame, pidžamu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
náttföt
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pižama, pižamos, pižamomis, pyjamas, pižamas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pidžama, pidžamas, pajamas, pidžamu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пижами, пижамите, во пижами, пижама, шалвари
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pijama, pijamale, pijama pentru, pajamas, pijamaua
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pižame, pižama, spalne srajce, piżame, pižamo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pyžamo, pyžama, pyžamá, pyžamy, Pyžama
Τυχαίες λέξεις